Η ατζέντα Τραμπ μέσα από τις σελίδες του διεθνούς Τύπου
Η διεθνής ειδησεογραφία, εστιάζοντας στις συνεχιζόμενες αναταράξεις και συγκρούσεις ανά την υφήλιο, την προηγούμενη εβδομάδα επικεντρώθηκε στις οικονομικές πολιτικές του Ντόναλντ Τραμπ, ιδίως στη χρήση δασμών. Αναλύθηκαν τα ιστορικά προηγούμενα, η αμφισβητούμενη αποτελεσματικότητά τους και οι αρνητικές επιπτώσεις στο παγκόσμιο εμπόριο, την καταναλωτική εμπιστοσύνη και τις σχέσεις με συμμάχους όπως η ΕΕ και η Ιαπωνία.
Παράλληλα, οι ξένοι αναλυτές έθεσαν υπό τον φακό τους την πολιτική έναντι του Ιράν, με προτάσεις για ενδυνάμωση του ιρανικού λαού αλλά και αναφορές σε πρόοδο στις διαπραγματεύσεις ΗΠΑ-Ιράν. Επίσης, καλύφθηκαν οι εξελίξεις στον πόλεμο της Ουκρανίας, συμπεριλαμβανομένων των συζητήσεων ΗΠΑ-Ουκρανίας για συμφωνία επί των ορυκτών πόρων, των ρωσικών θέσεων για την ιστορική μνήμη και τη στάση της Δύσης, καθώς και οι περιφερειακές φιλοδοξίες της Τουρκίας στη Συρία.
Ο Τύπος της Δύσης
-----------------
Η Lisa Daftari, στο άρθρο της που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα The Washington Times με τον τίτλο «Μην βομβαρδίσετε το Ιράν ούτε αφήστε το να αποκτήσει πυρηνικά. Ενδυναμώστε τον ιρανικό λαό» (ανακτήθηκε: 16 Απριλίου), υποστηρίζει μια τρίτη επιλογή για την επίλυση του ιρανικού ζητήματος: την ενδυνάμωση του ιρανικού λαού. Η αμερικανική εξωτερική πολιτική προς το Ιράν εδώ και δεκαετίες περιορίζεται σε δύο επιλογές: είτε στρατιωτική επίθεση είτε παθητική αποδοχή της ανάπτυξης πυρηνικών δυνατοτήτων της χώρας. Ωστόσο, η Daftari τονίζει ότι αυτές οι επιλογές αγνοούν τη μεγαλύτερη δύναμη του Ιράν: τον ίδιο τον λαό του. Μέσα από μαζικές διαμαρτυρίες, όπως η «Πράσινη Επανάσταση» του 2009 και οι εξεγέρσεις μετά τον θάνατο της Μαχσά Αμινί το 2022, ο ιρανικός λαός έχει δείξει ότι διεκδικεί ελευθερία, δημοκρατία και σεβασμό στα ανθρώπινα δικαιώματα. Παρά τη βίαιη καταστολή από το καθεστώς, οι Ιρανοί παραμένουν αποφασισμένοι να αγωνιστούν για μια κοσμική και δημοκρατική κοινωνία. Η Daftari προτείνει μια στρατηγική που δεν περιλαμβάνει πόλεμο ούτε αδράνεια, αλλά υποστήριξη του κινήματος του ιρανικού λαού. Αυτή η «τρίτη επιλογή» επιδιώκει την ενίσχυση των Ιρανών ακτιβιστών ώστε να διεκδικήσουν μόνοι τους το μέλλον τους. Σύμφωνα με την αρθρογράφο, η λύση για μια σταθερή περιοχή δεν βρίσκεται στις βόμβες ή στην ανοχή απέναντι στο καθεστώς, αλλά στην ενδυνάμωση του λαού για να φέρει την αλλαγή που χρειάζεται η χώρα.
«Η ιστορία μπορεί να μας βοηθήσει να κατανοήσουμε τους δασμούς του Ντόναλντ Τραμπ, λέει καθηγητής» είναι ο τίτλος του δημοσιεύματος του Matthew Merkel, που δημοσιεύθηκε στο Global News (ανακτήθηκε: 17 Απριλίου). Το δημοσίευμα εξετάζει την ιστορική προοπτική πίσω από την πολιτική δασμών του Ντόναλντ Τραμπ, βασιζόμενο στις απόψεις του καθηγητή Ιστορίας του Πανεπιστημίου της Μανιτόμπα, George Buri. Ο Τραμπ, ανακοινώνοντας την πολιτική των «ανταποδοτικών δασμών», αναφέρθηκε στον Νόμο Smoot-Hawley του 1930, υποστηρίζοντας ότι θα είχε αποτρέψει τη Μεγάλη Ύφεση αν δεν είχε καταργηθεί. Ωστόσο, ο Buri διαφωνεί, υποστηρίζοντας ότι οι δασμοί είχαν περιορισμένη επίδραση στην οικονομική κρίση. Εξηγεί ότι η βασική αιτία της Ύφεσης ήταν η έλλειψη ζήτησης και όχι η εφαρμογή δασμών. Ο Buri αναφέρει ότι οι δασμοί του Χούβερ απέτυχαν να ενισχύσουν την οικονομία λόγω της ήδη χαμηλής ζήτησης για προϊόντα, ενώ οι αλλαγές που επέφερε ο Φράνκλιν Ρούζβελτ, όπως οι κοινωνικές παροχές και οι επενδύσεις κεφαλαίου, βοήθησαν στην ανάκαμψη. Παρά τις εντάσεις που προκάλεσαν οι δασμοί, δεν ήταν η κεντρική αιτία της Ύφεσης, αν και συνέβαλαν σε οικονομικές ανακατατάξεις στον Καναδά και τις ΗΠΑ. Ο Buri εξετάζει επίσης πώς οι δασμοί έχουν διαμορφώσει την οικονομική ιστορία του Καναδά και των ΗΠΑ, από τη συγκρότηση του Καναδά το 1867 έως την επανεμφάνιση των εθνικιστικών οικονομικών πολιτικών τη δεκαετία του 1980. Παρά τις διαφωνίες του με τις μεθόδους του Τραμπ, ο Buri αναγνωρίζει ότι οι δασμοί στοχεύουν σε πραγματικά ζητήματα της αμερικανικής οικονομίας, όπως η παρακμή της μεταποίησης και η εξάρτηση από τη Wall Street. Ωστόσο, παραμένει αβέβαιο αν η στρατηγική αυτή θα είναι αποτελεσματική.
Ο Carlos Pérez Llana, στο άρθρο γνώμης με τίτλο «Ο Τραμπ, μέσα στην «ομίχλη του πολέμου»», που δημοσιεύθηκε στις 13 Απριλίου στην αργεντίνικη εφημερίδα Clarin, αναλύει τις επιζήμιες πολιτικές του Ντόναλντ Τραμπ και τη διεθνή απομόνωση που προκάλεσε. Εμπνεόμενος από τον Von Clausewitz και την έννοια της «ομίχλης του πολέμου», ο Pérez Llana περιγράφει πώς ο Τραμπ, υπό την επιρροή του συμβούλου του Peter Navarro, εφάρμοσε καταστροφικές πολιτικές δασμών, οδηγώντας σε διεθνή απομόνωση. Ο Navarro, ο οποίος φυλακίστηκε για την άρνησή του να καταθέσει σχετικά με την επίθεση στο Καπιτώλιο, θεωρείται ότι επηρέασε τις αποφάσεις του Τραμπ που προκάλεσαν αύξηση του πληθωρισμού, απολύσεις και πτώση της οικονομικής δραστηριότητας. Ο Pérez Llana υπογραμμίζει την αποτυχία του Τραμπ στις διεθνείς διαπραγματεύσεις του – από την αποτυχημένη συμφωνία με τη Βόρεια Κορέα μέχρι την ταπείνωση της Ουκρανίας και την αποτυχία ενσωμάτωσης της Γροιλανδίας στις ΗΠΑ. Οι δασμοί του δημιούργησαν χάσμα με συμμάχους όπως η Ευρώπη και η Αυστραλία, ενώ ανέδειξαν την Κίνα ως κυρίαρχο αντίπαλο. Ο Pérez Llana τονίζει ότι η πολιτική του Τραμπ, βασισμένη στον προστατευτισμό του 19ου αιώνα, υπονομεύει την αμερικανική ισχύ. Η έλλειψη «ήπιας ισχύος» (soft power) και η αποξένωση των αναπτυσσόμενων χωρών ενισχύουν την επιρροή της Κίνας, η οποία δεν θα υποχωρήσει. Το αποτέλεσμα; Μια Αμερική απομονωμένη και οικονομικά αδύναμη σε έναν κόσμο που μετασχηματίζεται.
Σε ανάλυση που δημοσιεύθηκε στις 14 Απριλίου στον The Economist με τον τίτλο «Ο Τραμπ λέει ότι «ο βραχυπρόθεσμος πόνος θα οδηγήσει σε μακροπρόθεσμο όφελος». Αλήθεια;», αναλύονται οι καταστροφικές οικονομικές πολιτικές του Ντόναλντ Τραμπ, οι οποίες υπόσχονται μακροπρόθεσμα οφέλη, αλλά προκαλούν σοβαρά προβλήματα βραχυπρόθεσμα. Ο Τραμπ δικαιολογεί το οικονομικό χάος ως «μεταβατικό κόστος» προς μια «όμορφη» αναδόμηση της αμερικανικής οικονομίας, ενώ οι δασμοί του έχουν αυξήσει την αβεβαιότητα. Το καταναλωτικό κλίμα βρίσκεται σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα, καθώς οι πολίτες ανησυχούν για την άνοδο των τιμών κατά 6,7% τον επόμενο χρόνο, ενώ η επιχειρηματική αισιοδοξία έχει μειωθεί. Ακόμα κι αν η αγορά εργασίας δείχνει ανθεκτική, οι απολύσεις αυξάνονται, και οι οικονομολόγοι προβλέπουν πιθανότητα ύφεσης έως και 45% για το επόμενο έτος. Μακροπρόθεσμα, οι δασμοί του Τραμπ φαίνεται να ενισχύουν την αναποτελεσματικότητα, ενώ σύμφωνα με μελέτη της Παγκόσμιας Τράπεζας, τέτοιες πολιτικές μειώνουν την παραγωγικότητα της εργασίας και το ΑΕΠ. Το οικονομικό μοντέλο του Penn Wharton εκτιμά ότι η αμερικανική οικονομία θα συρρικνωθεί κατά 8% μέσα στις επόμενες δεκαετίες, με τις επενδύσεις να μειώνονται, αφήνοντας τη χώρα με παρωχημένες υποδομές. Παρά τις αισιόδοξες δηλώσεις του Τραμπ, οι οικονομολόγοι συμφωνούν ότι οι πολιτικές του πιθανότατα θα έχουν καταστροφικές συνέπειες τόσο βραχυπρόθεσμα όσο και μακροπρόθεσμα.
Ο Τύπος της Μέσης Ανατολής
--------------------
Η ανάλυση της ιρανικής ενημερωτικής ιστοσελίδας Nournews, που δημοσιεύθηκε στις 13 Απριλίου με τον τίτλο «Όχι προδοσία, όχι ηρωισμός – Μια διαπραγμάτευση βασισμένη στην πολιτική λογική», αναλύει την πρώτη φάση των διαπραγματεύσεων μεταξύ Ιράν και ΗΠΑ, υπογραμμίζοντας τη θετική τους έκβαση. Η διαπραγμάτευση χαρακτηρίστηκε από δύο βασικές επιτυχίες: αφενός τη δημιουργία ενός εποικοδομητικού διαλόγου σε κλίμα αμοιβαίου σεβασμού με την άλλη πλευρά, με περιορισμό της επιθετικής ρητορικής, και αφετέρου τη σχετική συναίνεση μεταξύ διαφορετικών πολιτικών παρατάξεων και της κοινής γνώμης. Η πλειονότητα των ιρανικών μέσων ενημέρωσης κάλυψε τις συνομιλίες με ρεαλισμό και μετριοπάθεια, αποφεύγοντας υπερβολές ή αρνητικούς τίτλους. Στο Κοινοβούλιο, όπου συνήθως επικρατούν εντάσεις, οι αντιδράσεις ήταν ελάχιστες, ενώ ο Πρόεδρος της Βουλής, Μοχάμαντ Μπαγκέρ Γκαλιμπάφ, τόνισε τη νομιμότητα και τη διαφάνεια των συνομιλιών. Παρά τις μεμονωμένες αντιδράσεις στα κοινωνικά δίκτυα, όπως οι επικρίσεις πολιτικών προσωπικοτήτων, η κοινή γνώμη φαίνεται να ελπίζει σε μια πιθανή διέξοδο από τα πολιτικά αδιέξοδα μέσω έξυπνης διπλωματίας. Οι αγορές αντέδρασαν θετικά, με άνοδο στο χρηματιστήριο, ενίσχυση του εθνικού νομίσματος και πτώση της τιμής του χρυσού. Η κοινωνία αναμένει ότι οι διαπραγματεύσεις θα διασφαλίσουν την αξιοπρέπεια και τα εθνικά συμφέροντα. Οι διαπραγματεύσεις δεν αποτελούν βραχυπρόθεσμη λύση, αλλά στρατηγική αναγκαιότητα για την άρση των κυρώσεων και την ενίσχυση της κοινωνικής εμπιστοσύνης, θέτοντας τα θεμέλια για βιώσιμη ανάπτυξη και ενότητα στο Ιράν.
Στο άρθρο του Zvi Bar'el με τίτλο «Η Συρία είναι απλώς το πρώτο βήμα στο σχέδιο της Τουρκίας να γίνει περιφερειακή δύναμη», που δημοσιεύτηκε στη Haaretz στις 15 Απριλίου, αναλύεται η φιλοδοξία του Ερντογάν να αναδείξει την Τουρκία σε περιφερειακή δύναμη, χρησιμοποιώντας τη Συρία ως στρατηγικό μοχλό. Ο Ερντογάν επιδιώκει να αξιοποιήσει τη νέα συριακή ηγεσία (Αλ-Σαράα) για να δημιουργήσει μια ισχυρή στρατιωτική δύναμη, εξοπλισμένη από την Τουρκία, με στόχο την καταπολέμηση του ISIS. Στόχος είναι να κερδίσει την αναγνώριση των ΗΠΑ ως βασικός εταίρος κατά του ISIS, αντικαθιστώντας τις κουρδικές δυνάμεις, και να εξασφαλίσει πολιτικά, οικονομικά και στρατιωτικά οφέλη, όπως η άρση των αμερικανικών κυρώσεων (για τους S-400 και τη Συρία), η επανένταξη στο πρόγραμμα F-35 και η αγορά όπλων. Μια τέτοια επιτυχία θα συνιστούσε ήττα για το Ισραήλ στο «παιχνίδι μηδενικού αθροίσματος» με την Τουρκία, καθώς η Άγκυρα θα εδραίωνε την επιρροή της στη Συρία και την ευρύτερη περιοχή. Ωστόσο, προτείνεται μια εναλλακτική για το Ισραήλ: να αλλάξει προσέγγιση, αποφεύγοντας την παρέμβαση και επιδιώκοντας κανάλια διαλόγου με την Τουρκία και τη νέα συριακή ηγεσία. «Υπάρχει μια άλλη εναλλακτική: το Ισραήλ να αλλάξει τον τόνο του έναντι της Συρίας, να πάψει να παρεμβαίνει στις εσωτερικές της υποθέσεις και να μην επιχειρεί να προκαλέσει ρήγμα μεταξύ των μειονοτήτων και του καθεστώτος, ανοίγοντας παράλληλα διαύλους διαλόγου με την Τουρκία και τη νέα συριακή ηγεσία», καταλήγει ο αρθρογράφος.
Ο Τύπος της Ασίας
---------------
Στο δημοσίευμα με τίτλο «Ο Τραμπ χαρακτηρίζει «μονόπλευρη» τη συμμαχία ΗΠΑ-Ιαπωνίας. Το Τόκιο διαφωνεί», που δημοσιεύθηκε στους Japan Times στις 16 Απριλίου, ο Jesse Johnson εξετάζει τις επικρίσεις του Ντόναλντ Τραμπ για την αμυντική συμμαχία ΗΠΑ-Ιαπωνίας, την οποία ο πρώην πρόεδρος αποκαλεί άδικη και «μονόπλευρη». Ο Τραμπ ισχυρίζεται ότι οι ΗΠΑ δαπανούν τεράστια ποσά για την άμυνα της Ιαπωνίας, η οποία δεν προσφέρει τίποτα σε αντάλλαγμα και δεν υποχρεούται να υπερασπιστεί τις ΗΠΑ. Η κυβέρνηση του Τόκιο αντικρούει αυτούς τους ισχυρισμούς, επισημαίνοντας ότι η ισχύουσα συνθήκη ασφαλείας προβλέπει κοινή δράση για την προστασία της Ιαπωνίας και ότι νομοθεσία του 2015 διεύρυνε σημαντικά τη δυνατότητα αμοιβαίας προστασίας υπό προϋποθέσεις. Αναλυτές εκτιμούν ότι οι απόψεις Τραμπ είναι παρωχημένες, βασισμένες στην εικόνα της Ιαπωνίας ως οικονομικού ανταγωνιστή τη δεκαετία του '80, και αγνοούν την εξέλιξη της συμμαχίας και τις σημαντικές οικονομικές συνεισφορές της Ιαπωνίας (άνω του 1,6 δισ. δολαρίων ετησίως μόνο μέσω της συμφωνίας SMA, συν άλλα κόστη φιλοξενίας). Η Ιαπωνία φιλοξενεί πάνω από 50.000 Αμερικανούς στρατιώτες και παρέχει κρίσιμες βάσεις για τη στρατηγική των ΗΠΑ στον Ινδο-Ειρηνικό. Το Τόκιο τονίζει ότι, αν και δεν υπάρχει συμμετρική υποχρέωση υπεράσπισης, η Ιαπωνία μπορεί να συνδράμει τις ΗΠΑ υπό όρους και προσφέρει ουσιαστική υποστήριξη.
Στο κύριο άρθρο της με τίτλο «Ο κατευνασμός δεν θα απαλλάξει την ΕΕ από την πίεση», που δημοσιεύθηκε στην China Daily στις 16 Απριλίου, υποστηρίζεται ότι η προσπάθεια της Ευρωπαϊκής Ένωσης να κατευνάσει τις ΗΠΑ του Τραμπ σχετικά με τους δασμούς είναι λανθασμένη στρατηγική. Το άρθρο αναφέρει ότι οι ΗΠΑ χρησιμοποιούν τους δασμούς (σε χάλυβα, αλουμίνιο, αυτοκίνητα κ.ά.) ως μέσο πίεσης για γεωπολιτικούς στόχους, και η πρόσφατη παύση των ευρωπαϊκών αντιποίνων από την ΕΕ, χωρίς αντίστοιχη κίνηση από τις ΗΠΑ, αποτελεί ένδειξη αδυναμίας. Η πρόταση της ΕΕ για μηδενικούς δασμούς απορρίφθηκε από τον Τραμπ, ο οποίος αντ' αυτού απαιτεί μαζικές αγορές αμερικανικής ενέργειας, αυξάνοντας την εξάρτηση της ΕΕ και εξυπηρετώντας αμερικανικά συμφέροντα. Η τάση της ΕΕ να αγοράζει αμερικανικά όπλα υπονομεύει επίσης τη στρατηγική της αυτονομία. Το άρθρο τονίζει ότι ο κατευνασμός δεν θα λειτουργήσει με έναν «συναλλακτικό» πρόεδρο όπως ο Τραμπ και καλεί την ΕΕ να αντισταθεί, να διεκδικήσει ηγετικό ρόλο και να συνεργαστεί με χώρες με παρόμοιες αντιλήψεις, όπως η Κίνα, για να αντιμετωπίσει τον αμερικανικό προστατευτισμό και να διατηρήσει ένα ανοικτό, βασισμένο σε κανόνες παγκόσμιο εμπορικό σύστημα.
O Τύπος της Ρωσίας και Ουκρανίας
----------------------
Στο άρθρο του με τίτλο «Ο δρόμος της αποναζιστικοποίησης», που δημοσιεύθηκε στις 15 Απριλίου 2024 στην Izvestia, ο Oleg Karpovich (Αντιπρύτανης της ρωσικής Διπλωματικής Ακαδημίας) καταδικάζει τις δηλώσεις της επικεφαλής της ευρωπαϊκής διπλωματίας Κάι Κάλλας [Σημείωση: Η Κάγια Κάλλας είναι Πρωθυπουργός της Εσθονίας, όχι επικεφαλής της ευρωπαϊκής διπλωματίας. Διατηρείται όπως στο αρχικό κείμενο, υποθέτοντας ότι έτσι αναφερόταν στο άρθρο-πηγή.], η οποία απείλησε με «συνέπειες» τους ηγέτες που θα παραστούν στην Παρέλαση της Νίκης στη Μόσχα. Ο Κάρποβιτς θεωρεί ότι η στάση αυτή εντάσσεται στη μακροχρόνια προσπάθεια των δυτικών ελίτ να διαγράψουν τη μνήμη της σοβιετικής νίκης στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και να ηρωοποιήσουν τον ναζισμό, αγνοώντας συστηματικά την αναβίωσή του στη Βαλτική και την Ουκρανία από τη δεκαετία του '90. Κατηγορεί τη Δύση ότι σιωπούσε ή και ενθάρρυνε τον ουκρανικό ναζισμό, ο οποίος στράφηκε κατά του ρωσόφωνου πληθυσμού μετά το 2014, υπενθυμίζοντας την ιστορική συνεργασία πολλών Ευρωπαίων με το Γ' Ράιχ. Υποστηρίζει ότι η έναρξη της «ειδικής στρατιωτικής επιχείρησης» αποκάλυψε την ανοχή της Ευρώπης απέναντι στα εγκλήματα των «ναζιστικών ταγμάτων» της Ουκρανίας. Συμπεραίνει ότι η Δύση έχει οπισθοδρομήσει και η ολοκλήρωση της επιχείρησης αποτελεί υπαρξιακό καθήκον για τη Ρωσία, όπως πριν από 80 χρόνια, στον αγώνα κατά του ναζισμού.
Στο δημοσίευμά τους με τίτλο «“Σημαντική πρόοδος” — Ουκρανία και ΗΠΑ θα συνάψουν συμφωνία για ορυκτούς πόρους στο “εγγύς μέλλον”, δηλώνει η Αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης», που δημοσιεύθηκε στο The Kyiv Independent στις 16 Απριλίου, αναφέρεται ότι Ουκρανία και ΗΠΑ βρίσκονται κοντά στην οριστικοποίηση μιας συμφωνίας σχετικά με τους κρίσιμους ορυκτούς πόρους της Ουκρανίας. Η πρώτη Αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης και Υπουργός Οικονομίας, Γιούλια Σβιριντένκο, δήλωσε ότι σημειώθηκε «σημαντική πρόοδος» μετά από διαβουλεύσεις στην Ουάσιγκτον και η συμφωνία θα συναφθεί στο «εγγύς μέλλον». Παρά τις αρχικές αναφορές για τεταμένη ατμόσφαιρα, οι συνομιλίες φαίνεται να κατέληξαν θετικά. Σύμφωνα με το δημοσίευμα, η κυβέρνηση Τραμπ παρουσιάζει τη συμφωνία ως τρόπο ανάκτησης μέρους της βοήθειας προς την Ουκρανία, με τις ΗΠΑ να έχουν μειώσει την απαίτησή τους από 300 δισ. δολάρια σε 100 δισ. Ωστόσο, ο Πρόεδρος Ζελένσκι έχει τονίσει ότι η Ουκρανία δεν θεωρεί χρέος τη βοήθεια. Η συμφωνία, που στοχεύει στην προσέλκυση επενδύσεων και την οικονομική ανάπτυξη και για τις δύο χώρες, θα χρειαστεί επικύρωση από το ουκρανικό κοινοβούλιο. Μια προηγούμενη προσπάθεια σύναψης τον Φεβρουάριο είχε αποτύχει.