Το ουκρανικό ξανά στο επίκεντρο του διεθνούς Τύπου
newsare.net
Στον διεθνή Τύπο, το ουκρανικό ζήτημα επανέρχεται στο προσκήνιο των εξελίξεων. Την προηγούμενη εβδομάδα ο δυτικός Τύπος πρότεινε στο ΚογκρέΤο ουκρανικό ξανά στο επίκεντρο του διεθνούς Τύπου
Στον διεθνή Τύπο, το ουκρανικό ζήτημα επανέρχεται στο προσκήνιο των εξελίξεων. Την προηγούμενη εβδομάδα ο δυτικός Τύπος πρότεινε στο Κογκρέσο των ΗΠΑ αυστηρότερες πετρελαϊκές κυρώσεις στη Ρωσία, αντλώντας από την επιτυχία τους κατά του Ιράν, ώστε να την εξαναγκάσει σε διαπραγματεύσεις. Παράλληλα ανέλυσε πώς οι ουκρανικές επιδρομές αναδιαμορφώνουν το σύγχρονο πόλεμο, τονίζοντας την ανάγκη για επενδύσεις σε νέες τεχνολογίες και αυξημένες αμυντικές δαπάνες στη Δύση. Πέρα από την Ουκρανία, κατά τη διάρκεια της εβδομάδας, ο Τύπος εστίασε στην κλιμακούμενη ένταση ΗΠΑ-Κίνας εν αναμονή τηλεφωνικής συνομιλίας Τραμπ-Σι, ενώ κατήγγειλε την κυνική εργαλειοποίηση της βοήθειας στη Γάζα από το Ισραήλ. Ο Τύπος της Μέσης Ανατολής έθεσε υπό το μικροσκόπιο του τις ισραηλινές επιχειρήσεις και την αναζωπύρωση του Ισλαμικού Κράτους στη Συρία. Ασιατικά μέσα επικεντρώθηκαν στις παγκόσμιες οικονομικές επιπτώσεις των δασμών Τραμπ και τις ρωσικές προσπάθειες για ενίσχυση του άξονα Ρωσίας-Κίνας-Ινδίας. Τέλος, ο ρωσικός Τύπος ανέλυσε την «παράνομη φύση» του καθεστώτος Ζελένσκι και τις προϋποθέσεις για ειρήνη. Ο δε, ουκρανικός Τύπος εστίασε στην εμμονή της Ρωσίας για την «πλήρη καταστροφή» της Ουκρανίας, υποδηλώνοντας έλλειψη ενδιαφέροντος για γνήσιες ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις Ο Τύπος της Δύσης Ο Edward Fishman, στο άρθρο του «Το αδύναμο σημείο του Πούτιν: Το Κογκρέσο πρέπει να χρησιμοποιήσει πετρελαϊκές κυρώσεις για να αναγκάσει τη Ρωσία σε διαπραγματεύσεις» (Foreign Affairs, 4 Ιουνίου), υποστηρίζει ότι το Κογκρέσο των ΗΠΑ οφείλει να υιοθετήσει αυστηρότερες κυρώσεις στον πετρελαϊκό τομέα, προκειμένου να εξαναγκάσει τη Ρωσία σε διαπραγματεύσεις για τον τερματισμό του πολέμου στην Ουκρανία. Ο Fishman αντλεί παραδείγματα από την επιτυχία των κυρώσεων κατά του Ιράν επί προεδρίας Ομπάμα, όπου η συντονισμένη πίεση Κογκρέσου και Ευρώπης οδήγησε σε σημαντική μείωση των ιρανικών εσόδων και, τελικά, στις διαπραγματεύσεις για το πυρηνικό πρόγραμμα της χώρας. Κατ' αναλογία, προτείνει οι ΗΠΑ και η ΕΕ να συντονίσουν τις ενέργειές τους και να εφαρμόσουν δευτερεύουσες κυρώσεις σε τρίτες χώρες που αγοράζουν ρωσικό πετρέλαιο. Τονίζει ότι οι μέχρι τώρα κυρώσεις δεν έχουν αποδυναμώσει επαρκώς τη ρωσική οικονομία, καθώς τα έσοδα από το πετρέλαιο συντηρούν το καθεστώς Πούτιν. Ο Fishman προτείνει ένα σύστημα κυρώσεων που θα προβλέπει τη μείωση των αγορών ρωσικού πετρελαίου και τη χρήση ειδικών λογαριασμών για τις πληρωμές, ώστε να περιοριστεί η πρόσβαση της Ρωσίας σε σκληρό νόμισμα και να ενισχυθεί η διαπραγματευτική θέση της Δύσης. Το άρθρο του περιοδικού The Economist, με τίτλο «Η Δύση επαναπροσδιορίζει τον τρόπο που διεξάγει πολέμους» (3 Ιουνίου), αναλύει τον αντίκτυπο των τολμηρών ουκρανικών επιδρομών σε ρωσικά αεροδρόμια, τονίζοντας τα διδάγματα που προκύπτουν για τις ευρωπαϊκές ένοπλες δυνάμεις. Η επιχείρηση αυτή απέδειξε ότι η καινοτόμος χρήση της τεχνολογίας, όπως τα μη επανδρωμένα αεροσκάφη (drones), μπορεί να διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο στο σύγχρονο πεδίο μάχης, το οποίο πλέον εκτείνεται βαθιά πίσω από τις γραμμές του μετώπου. Το αναθεωρημένο βρετανικό αμυντικό δόγμα, που δημοσιεύθηκε την επομένη, αναγνωρίζει την ανάγκη για ευελιξία, ανθεκτικότητα και επενδύσεις σε νέες τεχνολογίες, επισημαίνοντας παράλληλα την αναγκαιότητα αύξησης των αμυντικών δαπανών. Η Βρετανία καλείται να επανεκπαιδεύσει τις δυνάμεις της ώστε να επιχειρούν από πιο διεσπαρμένες θέσεις και να διασπείρουν τους πόρους της, ενώ προωθείται η υιοθέτηση υβριδικών μονάδων που θα συνδυάζουν επανδρωμένες και μη επανδρωμένες πλατφόρμες. Ωστόσο, το μεγαλύτερο εμπόδιο παραμένει η χρηματοδότηση: ο στόχος για αμυντικές δαπάνες στο 2,5% του ΑΕΠ έως το 2027 κρίνεται ανεπαρκής, ειδικά καθώς η Ρωσία ανασυγκροτείται και οι ΗΠΑ μειώνουν την παρουσία τους στην Ευρώπη. Η ανάγκη για αυξημένες επενδύσεις είναι επιτακτική, προκειμένου να υποστηριχθεί η Ουκρανία, να αποτραπεί η ρωσική απειλή και να καλυφθούν τα κενά που αφήνουν οι ΗΠΑ. Η αποτροπή ενός σύγχρονου πολέμου θεωρείται κρισιμότερη από την ίδια τη διεξαγωγή του, υπογραμμίζοντας την κρισιμότητα της έγκαιρης δράσης. Η Macarena Vidal Liy, σε δημοσίευμά της με τίτλο «Η ένταση ΗΠΑ-Κίνας κλιμακώνεται πριν από πιθανή τηλεφωνική συνομιλία Τραμπ-Σι Τζινπίνγκ», που δημοσιεύτηκε στην El Pais, στις 4 Ιουνίου, υπενθυμίζει ότι ο Πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, έχει συναντηθεί με πολλούς ξένους ηγέτες, αλλά δεν έχει ακόμη συνομιλήσει με τον Κινέζο ομόλογό του, Σι Τζινπίνγκ, ενώ οι εντάσεις μεταξύ των δύο χωρών αυξάνονται σε θέματα όπως οι δασμοί και η άμυνα. Ο Λευκός Οίκος ανακοίνωσε ότι οι δύο ηγέτες ενδέχεται να συνομιλήσουν τηλεφωνικά εντός της εβδομάδας, αλλά το Πεκίνο εμφανίζεται σκεπτικό, διατηρώντας επιφυλάξεις ως προς την επίλυση των βαθύτερων διαφορών. Η Κίνα κατηγορεί τις ΗΠΑ για πρόσφατα αρνητικά μέτρα, όπως περιορισμούς στις εξαγωγές και στην έκδοση θεωρήσεων (βίζας) για Κινέζους φοιτητές, ενώ οι ΗΠΑ κατηγορούν την Κίνα για μη τήρηση συμφωνιών σχετικά με κρίσιμα ορυκτά. Η δυσπιστία παραμένει ισχυρή, καθώς οι δύο χώρες έχουν διαφορετικές διαπραγματευτικές προσεγγίσεις: οι ΗΠΑ επιδιώκουν άμεση συνομιλία κορυφής, ενώ η Κίνα προτιμά οι τεχνικές λεπτομέρειες να διευθετούνται από εμπειρογνώμονες και ο Σι να παρεμβαίνει μόνο εφόσον διαφαίνεται συμφωνία. Η τρέχουσα κατάσταση απειλεί να υπονομεύσει την εύθραυστη συμφωνία για αναστολή δασμών που επιτεύχθηκε τον Μάιο στη Γενεύη, καθώς οι αμοιβαίες κατηγορίες και οι νέες κυρώσεις δημιουργούν αβεβαιότητα για το μέλλον των εμπορικών σχέσεων μεταξύ των δύο μεγαλύτερων οικονομικών δυνάμεων του κόσμου. Η συντακτική ομάδα της Le Monde, στο κύριο άρθρο της με τίτλο «Η σκανδαλώδης εργαλειοποίηση της βοήθειας για τη Γάζα από το Ισραήλ» (4 Ιουνίου), καταγγέλλει την κυνική χρήση της ανθρωπιστικής βοήθειας από τις ισραηλινές αρχές ως μέσο ελέγχου και άσκησης πίεσης στους Παλαιστινίους στη Γάζα. Το άρθρο τονίζει ότι ο παραγκωνισμός διεθνών φορέων, όπως οι υπηρεσίες του ΟΗΕ, οι οποίοι είναι καίριας σημασίας για τη διανομή της βοήθειας σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης, και η δημιουργία ενός ad hoc ιδρύματος (Gaza Humanitarian Foundation - GHF) με αμερικανική υποστήριξη, έχουν οδηγήσει σε επανειλημμένα αιματηρά επεισόδια κατά τις διανομές. Αυτή η στρατιωτικοποίηση της βοήθειας, με πρόσχημα την καταπολέμηση της Χαμάς, παραβιάζει τις θεμελιώδεις αρχές της ανθρωπιάς, της αμεροληψίας και της ουδετερότητας, όπως κατοχυρώνονται από το διεθνές ανθρωπιστικό δίκαιο. Η Le Monde υποστηρίζει ότι η τακτική αυτή, σε συνδυασμό με την απαγόρευση πρόσβασης στον διεθνή Τύπο, αποκαλύπτει την πρόθεση των ισραηλινών αρχών να ανακαταλάβουν κάθε σπιθαμή της Γάζας, αποκλείοντας κάθε εξωτερικό έλεγχο και παραμελώντας τις υποχρεώσεις τους ως κατοχική δύναμη. Καταλήγει ότι μόνο μια διαρκής κατάπαυση του πυρός, συνοδευόμενη από την απελευθέρωση των ομήρων, μπορεί να επιτρέψει στον πληθυσμό της Γάζας να διαφύγει από την τραγική κατάσταση στην οποία βρίσκεται. Ο Τύπος της Μέσης Ανατολής Ο Abdulrahman Al-Rashed, σε άρθρο γνώμης του με τίτλο «Γιατί το Ισραήλ πέτυχε στον Λίβανο αλλά όχι στην Υεμένη;» (Asharq Al-Awsat, 4 Ιουνίου), αντιπαραβάλλει την περσινή συντριπτική στρατιωτική νίκη του Ισραήλ κατά της Χεζμπολάχ στον Λίβανο με την περιορισμένη αποτελεσματικότητα των επιχειρήσεών του κατά των Χούθι στην Υεμένη. Στον Λίβανο, το Ισραήλ εξουδετέρωσε την ηγεσία και το μεγαλύτερο μέρος του οπλοστασίου της Χεζμπολάχ, με ακριβείς επιδρομές που απέφυγαν εκτεταμένες ζημιές σε μη στρατιωτικές υποδομές, σε αντίθεση με τον πόλεμο του 2006. Αντιθέτως, οι επιχειρήσεις στην Υεμένη χαρακτηρίζονται «θεατρικές», πλήττοντας πολιτικούς στόχους όπως το αεροδρόμιο της Σαναά, χωρίς ωστόσο να αποτρέπουν τους Χούθι, οι οποίοι συνεχίζουν τις επιθέσεις με drones και πυραύλους, αν και το οπλοστάσιό τους είναι μικρότερης κλίμακας. Ο Al-Rashed αποδίδει την ισραηλινή αναποτελεσματικότητα στην Υεμένη κυρίως στην έλλειψη αξιόπιστων πληροφοριών, σε αντίθεση με το εκτεταμένο δίκτυο που διαθέτει στον Λίβανο, καθώς και στην πιθανή απροθυμία του Ισραήλ για κλιμάκωση, προσβλέποντας ενδεχομένως σε μια συμφωνία. Οι Χούθι περιγράφονται ως μια ιδεολογικά καθοδηγούμενη μειοψηφία που στηρίζεται στον εκφοβισμό. Ο Δρ. Γιάρον Φρίντμαν, στο άρθρο του «Το Ισλαμικό Κράτος (ΙΚ) είναι ακόμα στη Συρία και η επόμενη γενιά του Τζιχάντ βρίσκεται προ των πυλών» που δημοσιεύτηκε στην The Jerusalem Post, στις 4 Ιουνίου, κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για τις ανησυχητικές εξελίξεις στη Συρία. Η αποχώρηση των αμερικανικών στρατευμάτων, η στρατολόγηση χιλιάδων ξένων τζιχαντιστών (πολλοί πρώην μέλη του ΙΚ με τρομοκρατικό παρελθόν) από τον νέο ηγέτη, Άχμεντ αλ-Σαράα, για τον υπό διαμόρφωση στρατό του, φαινομενικά με την έγκριση της Ουάσινγκτον, και το ενδεχόμενο κλείσιμο του τεράστιου στρατοπέδου κράτησης μελών του ΙΚ, Αλ-Χολ, δημιουργούν ένα εκρηκτικό μείγμα. Η μείωση της αμερικανικής παρουσίας αποδυναμώνει την κουρδική αυτονομία, αφήνοντάς την ευάλωτη στην τουρκική παρέμβαση και περιορίζοντας την ικανότητά της να αντιμετωπίσει τα εναπομείναντα στοιχεία του ΙΚ. Το στρατόπεδο Αλ-Χολ, όπου κρατούνται σχεδόν 40.000 γυναίκες και παιδιά μελών του ΙΚ, λειτουργεί ως εκκολαπτήριο της επόμενης γενιάς παγκόσμιων τζιχαντιστών, καθώς ανήλικα παιδιά ριζοσπαστικοποιούνται από τις μητέρες τους. Μετά την πτώση του Άσαντ, εκφράζονται φόβοι ότι κρατούμενοι του ΙΚ θα «επανενταχθούν» στο νέο συριακό καθεστώς του Αλ-Σαράα, η ιδεολογία του οποίου παρουσιάζει συγγένειες με εκείνη του ΙΚ, ή θα επιστρέψουν στις χώρες τους ως ωρολογιακές βόμβες. Ο Φρίντμαν επικρίνει την πρόωρη άρση των αμερικανικών κυρώσεων, θεωρώντας ότι ενθαρρύνει ένα αντιδημοκρατικό καθεστώς που προωθεί τζιχαντιστικές αξίες, αντί να θέτει ως προϋπόθεση την προώθηση της δημοκρατίας και της ανεκτικότητας. O Τύπος της Ασίας Στη συνέντευξη με τίτλο «Οι δασμοί του Τραμπ τροφοδοτούν την αναπόφευκτη κατάρρευση του παγκόσμιου οικονομικού συστήματος», που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα The Asahi Shimbun στις 5 Ιουνίου, ο οικονομολόγος και συγγραφέας Τακέσι Νακάνο υποστηρίζει ότι οι υψηλοί δασμοί του Ντόναλντ Τραμπ προκαλούν μη αναστρέψιμες παγκόσμιες αλλαγές. Ο Νακάνο τονίζει ότι οι δασμοί επηρεάζουν σχεδόν όλες τις χώρες, ιδίως την Κίνα, προκαλώντας αποπληθωρισμό και εμπορικούς πολέμους πέραν των ΗΠΑ. Αυτό οφείλεται στην αδυναμία των ΗΠΑ να αντέξουν πλέον τα εμπορικά ελλείμματα, με τον Νακάνο να προτείνει στην Ιαπωνία αύξηση της εγχώριας ζήτησης μέσω δημοσιονομικών μέτρων. Ο πραγματικός σκοπός των δασμών, σύμφωνα με τον Νακάνο, είναι η αποδυνάμωση του δολαρίου και η χρήση των εσόδων για φορολογικές περικοπές στις ΗΠΑ – πρόκειται για νομισματικό πόλεμο, όχι εμπορικό, παρόμοιο με το «σοκ του Νίξον» και τη Συμφωνία του Plaza. Αυτή η τάση είναι μη αναστρέψιμη, ακόμα και μετά τον Τραμπ, καθώς το βάρος στις ΗΠΑ έχει φτάσει στα όριά του. Τέλος, ο Νακάνο προβλέπει ότι οι υποστηρικτές του Τραμπ θα νιώσουν προδομένοι, καθώς οι πολιτικές του δεν αντιμετωπίζουν τις ανισότητες, οδηγώντας τη χώρα ενδεχομένως σε εμφύλιο πόλεμο. Σύμφωνα με το δημοσίευμα «Η Ρωσία κινείται ξανά να ενωθεί με την Κίνα και την Ινδία παρά τα ζητήματα εμπιστοσύνης από συνοριακές διαμάχες» της South China Morning Post, που δημοσιεύτηκε στις 5 Ιουνίου, η νέα προσπάθεια της Ρωσίας να αναβιώσει ένα στρατηγικό τρίγωνο με την Κίνα και την Ινδία (RIC) ως αντίβαρο στην υπό την ηγεσία της Δύσης διεθνή τάξη πραγμάτων αντιμετωπίζει σημαντικές προκλήσεις. Βασικό εμπόδιο αποτελεί η βαθιά ριζωμένη δυσπιστία μεταξύ των δύο ασιατικών δυνάμεων, κυρίως λόγω της θανατηφόρας συνοριακής διαμάχης του 2020. Ωστόσο, αναλυτές επισημαίνουν ότι οι επιθετικές και απρόβλεπτες πολιτικές του Προέδρου των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, θα μπορούσαν να λειτουργήσουν ως καταλύτης για την προσέγγιση των τριών χωρών. Πρόσφατα, ο Ρώσος Υπουργός Εξωτερικών, Σεργκέι Λαβρόφ, καταδίκασε τις προσπάθειες του ΝΑΤΟ να παρασύρει την Ινδία σε «αντι-κινεζικές» ενέργειες και επανέλαβε την ελπίδα της Μόσχας για την αποκατάσταση του τριμερούς μηχανισμού RIC, ο οποίος βρίσκεται σε αδράνεια από το 2020. Ο Λαβρόφ τόνισε πως η πρόσφατη αποκλιμάκωση των εντάσεων στα κοινά σύνορα Κίνας-Ινδίας, μετά τη συμφωνία του Οκτωβρίου του περασμένου έτους, δημιουργεί το κατάλληλο κλίμα για την αναζωογόνηση του RIC. Η Ρωσία έχει ιστορικό μεσολαβητή στις σχέσεις Κίνας-Ινδίας, έχοντας ήδη διαμεσολαβήσει σε συναντήσεις υψηλού επιπέδου μετά τη σύγκρουση του 2020. Ο Πρόεδρος Πούτιν προσπάθησε επίσης να πιέσει για σύνοδο κορυφής των ηγετών το 2021, πριν από την εισβολή της χώρας του στην Ουκρανία. Ο Τύπος της Ρωσίας και Ουκρανίας Το άρθρο του Peter Akopov, με τίτλο «Ο Ζελένσκι τελείωσε το παιχνίδι του: Η Μόσχα και η Ουάσιγκτον εξήγησαν στο Κίεβο τι τον περιμένει», που δημοσιεύτηκε από το RIA Novosti στις 4 Ιουνίου, αναλύει την κλιμάκωση της κατάστασης στην Ουκρανία και τις σχέσεις μεταξύ Κιέβου, Μόσχας και Ουάσιγκτον. Ο συγγραφέας επισημαίνει ότι ο Βλαντιμίρ Πούτιν χαρακτηρίζει πλέον το ουκρανικό καθεστώς ως «παράνομο» και «τρομοκρατικό», μια δήλωση που έγινε πιο έντονη μετά τις πρόσφατες τρομοκρατικές επιθέσεις. Αυτές οι επιθέσεις, ιδίως εναντίον ρωσικών στρατιωτικών αεροδρομίων, οδήγησαν στη διακοπή των διαπραγματεύσεων της Κωνσταντινούπολης. Ο Ζελένσκι ζήτησε τη διακοπή των εχθροπραξιών και μια συνάντηση κορυφής, ενώ χαρακτήρισε το ρωσικό μνημόνιο τελεσίγραφο, γεγονός που υποδηλώνει την επιθυμία του Κιέβου να διακόψει τις συνομιλίες. Ο Πούτιν αρνείται συναντήσεις εν μέσω τρομοκρατικών ενεργειών, δηλώνοντας ότι το καθεστώς του Κιέβου δεν επιθυμεί την ειρήνη, καθώς αυτή θα σήμαινε απώλεια εξουσίας. Παρά την παρούσα κατάσταση, η Ρωσία επιμένει στις αρχικές της απαιτήσεις: ουδέτερο καθεστώς για την Ουκρανία, αναγνώριση της ρωσικής εδαφικής ακεραιότητας και διεξαγωγή εκλογών. Ο Ζελένσκι επιδιώκει την κλιμάκωση της σύγκρουσης για να εξασφαλίσει συνεχή αμερικανική υποστήριξη. Ωστόσο, Αμερικανοί αξιωματούχοι εκφράζουν ανησυχίες για τον αυξημένο κίνδυνο σύγκρουσης μεταξύ πυρηνικών δυνάμεων. Το άρθρο καταλήγει ότι οι ΗΠΑ, και ειδικότερα ο Τραμπ, θα αναγκαστούν τελικά να περιορίσουν τον Ζελένσκι, αφήνοντάς τον να αντιμετωπίσει μόνος του την «αντιτρομοκρατική» εκστρατεία του Πούτιν. Η αγγλόφωνη ουκρανική ιστοσελίδα Euromaidan Press στις 4 Ιουνίου φιλοξένησε το δημοσίευμα της Vira Kravchuk με τον τίτλο «ISW: Η Ρωσία συνεχίζει να θέλει την «πλήρη καταστροφή» της Ουκρανίας. Το ρωσικό απόθεμα πυραύλων μόνο αυξάνεται.». Το δημοσίευμα αναλύει την εμμονή της Ρωσίας στην «πλήρη καταστροφή» της Ουκρανίας, υποδηλώνοντας έλλειψη ενδιαφέροντος για γνήσιες ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις, σύμφωνα με το Ινστιτούτο Μελέτης του Πολέμου (ISW). Παρά τις συνομιλίες στην Κωνσταντινούπολη στις 2 Ιουνίου, οι ουκρανικές προτάσεις για κατάπαυση πυρός και εδαφική ακεραιότητα συνάντησαν τις μαξιμαλιστικές ρωσικές απαιτήσεις, όπως η αναγνώριση των κατεχόμενων εδαφών και η «αλλαγή καθεστώτος» στο Κίεβο. Μόνο ανταλλαγές αιχμαλώτων επιτεύχθηκαν. Ο Ντμίτρι Μεντβέντεφ επιβεβαίωσε την πρόθεση της Μόσχας για «ταχεία νίκη και πλήρη καταστροφή» της ουκρανικής κυβέρνησης. Το ISW εκτιμά ότι η Ρωσία επιδιώκει την πλήρη συνθηκολόγηση της Ουκρανίας, όσο ο Πούτιν πιστεύει σε στρατιωτική νίκη. Ταυτόχρονα, η Ρωσία ενισχύει τις στρατιωτικές της δυνατότητες, έχοντας αποθηκεύσει πάνω από 13.000 πυραύλους διαφόρων τύπων έως τα μέσα Μαΐου 2025, με ρυθμό παραγωγής 150-200 μηνιαίως. Η παραγωγή drones Shahed έχει επίσης αυξηθεί σημαντικά. Το ISW συμπεραίνει ότι αυτές οι ενέργειες αποτελούν προετοιμασία για παρατεταμένο πόλεμο στην Ουκρανία και πιθανή μελλοντική σύγκρουση με το ΝΑΤΟ. Πηγή: ΚΥΠΕ Read more