Απορρίφθηκε η ένσταση Αϊκούτ για κατάχρηση - Απαντά στις κατηγορίες στις 13/1
Στην απόρριψη προδικαστικής ένστασης για κατάχρηση της διαδικασίας, την οποία είχε υποβάλει η υπεράσπιση του κατηγορούμενου για σφετερισμό ε/κ περιουσιών στα κατεχόμενα, επιχειρηματία, Σιμόν Αϊκούτ, προέβη την Παρασκευή το Κακουργιοδικείο Λευκωσίας.
Ακολούθως, το δικαστήριο όρισε τη Δευτέρα 13 Ιανουαρίου 2025 και ώρα 10 π.μ. για σκοπούς απάντησης του κατηγορουμένου έναντι του κατηγορητηρίου.
Ξεκινώντας την ανάγνωση του κειμένου της απόφασης, η Πρόεδρος του Δικαστηρίου Χριστιάνα Παρπόττα υπενθύμισε ότι το κατηγορητήριο της υπόθεσης περιλαμβάνει συνολικά 242 κατηγορίες, εκ των οποίων 60 αφορούν το αδίκημα της δόλιας συναλλαγής σε ακίνητη περιουσία, 60 το αδίκημα της παράνομης κατοχής, νομής και χρήσης γης, 62 το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και 60 το αδίκημα της συνωμοσίας προς διάπραξη κακουργήματος, με την ακίνητη ιδιοκτησία που αφορά τα πιο πάνω αδικήματα να βρίσκεται σε χωριά της Επαρχίας Αμμοχώστου (Ακανθού, Τρίκωμο και Γαστριά) και της Επαρχίας Κερύνειας (Άγιο Αμβρόσιο).
Ακολούθως, ανέφερε ότι προτού ο κατηγορούμενος απαντήσει στις πιο πάνω κατηγορίες, προέβαλε μέσω της συνηγόρου του ότι η παρούσα υπόθεση συνιστά κατάχρηση της διαδικασίας, ζητώντας από το Δικαστήριο την «αναστολή, ή διακοπή της ποινικής υπόθεσης, από αυτό το στάδιο».
Συνοψίζοντας την επιχειρηματολογία της υπεράσπισης, σημείωσε ότι κατά την τελευταία η κατάχρηση της διαδικασίας εδράζεται σε πέντε λόγους.
Ο πρώτος, σύμφωνα με την υπεράσπιση, αφορά στην αδυναμία του κατηγορούμενου να καλέσει μάρτυρες της επιλογής του, για να μπορέσει να αποδείξει την αθωότητά του, καθότι, κατά την ίδια, όλοι οι μάρτυρες που επιθυμεί να καλέσει ο κατηγορούμενος, είναι πρακτικά μη διαθέσιμοι, «καθότι εάν οι εν λόγω μάρτυρες έρθουν στην Κυπριακή Δημοκρατία για να καταθέσουν, θα συλληφθούν από τις διωκτικές αρχές της Δημοκρατίας για ίδια και ή παρόμοια αδικήματα».
Ο δεύτερος λόγος αφορά στην αποστέρηση από τον Κατηγορούμενο της δυνατότητας να προβάλει την υπεράσπιση του, ή να αμφισβητήσει την υπόθεση της Κατηγορούσας Αρχής, λόγω της απουσίας ενημερωμένου και επικαιροποιημένου κτηματολογικού μητρώου, εν σχέσει με τις κατεχόμενες περιοχές, με αποτέλεσμα τα αποδεικτικά στοιχεία που χρειάζεται ο Κατηγορούμενος να μην υπάρχουν.
Ο τρίτος λόγος αφορά στην απόφαση για δίωξη του Κατηγορούμενου, η οποία, κατά την υπεράσπιση, συνιστά εκτελεστική κακοδιοίκηση, καθότι δεν βασίστηκε σε αντικειμενική αξιολόγηση των ορθών εισαγγελικών κριτηρίων και αυτό γιατί πρόκειται για μία δίκη «η οποία δεν βασίζεται ούτε στην ισότητα των όπλων, αλλά ούτε και στο δικαίωμα του Κατηγορούμενου σε δίκαιη δίκη», προσθέτοντας ότι «δεν έγινε πλήρης έρευνα από την Αστυνομία για να διαπιστωθεί ποιοι από τους παραπονούμενους αιτήθηκαν αποζημίωση από την “Επιτροπή” και ποιοι έχουν αποζημιωθεί, όπως και ούτε διερευνήθηκαν οι ισχυρισμοί του κατηγορούμενου». Υποστήριξε περαιτέρω ότι είναι η Αστυνομία που έψαξε, εντόπισε και κάλεσε τους παραπονούμενους να δώσουν καταθέσεις, προσκαλώντας τους, στην ουσία, να προωθήσουν το παράπονο τους.
Ο τέταρτος λόγος αφορά την εφαρμογή των νόμων της Κυπριακής Δημοκρατίας στην «τδβκ», κατά τρόπο ασύμβατο με τον «Νόμο 67/2005», ο οποίος «είναι συμβατός με το γενικό διεθνές δίκαιο και τη Σύμβαση για την Προστασία των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών και καθιστά έγκυρες τις συναλλαγές σε εγκαταλελειμμένα ακίνητα που έγιναν μετά τη ψήφισή του», ενώ με υπόβαθρο τον ανωτέρω λόγο, προσέθεσε η κ. Παρπόττα, εδράστηκε και ο πέμπτος λόγος που προώθησε η Υπεράσπιση και συγκεκριμένα ότι οι διαδικασίες που ασκήθηκαν στις κατεχόμενες περιοχές δεν συνιστούν ποινικά αδικήματα στις εν λόγω περιοχές.
Αναφερόμενη εν συνεχεία στην τοποθέτηση της Κατηγορούσας Αρχής, η πρόεδρος του δικαστηρίου μετέφερε τη θέση του Δικηγόρου της Δημοκρατίας Α' Ανδρέα Αριστείδη ότι η εισήγηση περί μη δίκαιης δίκης «θα πρέπει να εξετάζεται κατά το τελικό στάδιο, στη βάση του συνόλου της μαρτυρίας και των συγκεκριμένων περιστατικών ολόκληρης της διαδικασίας».
Προσέθεσε ότι ο κ. Αριστείδης υποστήριξε επίσης πως η θέση της υπεράσπισης ότι, κατά την ακρόαση της υπόθεσης, ο κατηγορούμενος δεν θα μπορέσει να καλέσει μάρτυρες υπεράσπισης, ή να παρουσιάσει τη μαρτυρία που επιθυμεί, πέραν του ότι εγείρεται πρόωρα «είναι σε ένα θεωρητικό πλαίσιο και επομένως παραμένει ανυποστήρικτη», ενώ πέραν αυτών, δεν τέθηκε οτιδήποτε ενώπιον του Δικαστηρίου που, αντικειμενικά, να καθιστά τη διεξαγωγή της παρούσας δίκης, εκ προοιμίου, άδικη.
Είπε επίσης ότι ο κ. Αριστείδης χαρακτήρισε επίσης ως «αδιανόητη», στο παρόν τουλάχιστον χρονικό στάδιο, την εισήγηση της υπεράσπισης ότι ο κατηγορούμενος δεν πρέπει να δικαστεί στη βάση του ισχυρισμού ότι κάποια πρόσωπα ενδέχεται να μην παραστούν στη διαδικασία, για να καταθέσουν ως μάρτυρες υπεράσπισης, υπό το ενδεχόμενο πιθανής δίωξης τους για ποινικό αδίκημα, καθώς κατά τον συνήγορο της Κατηγορούσας Αρχής, η Υπεράσπιση «ουσιαστικά καλεί το Δικαστήριο να προκαταλάβει το αποτέλεσμα της δίκης, χωρίς πρώτα να ακούσει τη μαρτυρία που θα προσκομίσει η Κατηγορούσα Αρχή και χωρίς να γνωρίζει, στην ουσία, το περιεχόμενο της μαρτυρίας, που κατ’ ισχυρισμό δεν θα μπορεί να παρουσιάσει ο Κατηγορούμενος, και να αποφανθεί, εκ των προτέρων, ότι η μαρτυρία αυτή θα λειτουργούσε απαλλακτικά».
Προσέθεσε την θέση του κ. Αριστείδη ότι υπό τις υφιστάμενες περιστάσεις «το Δικαστήριο δύναται, μόνο κατά το στάδιο διαμόρφωσης της τελικής του κρίσης, να αποφανθεί εάν η κατ’ ισχυρισμό αδυναμία εκ μέρους του Κατηγορούμενου να παρουσιάσει κάποια μαρτυρία, κατέστησε τη δίκη άδικη», ως προς τη θέση δε της υπεράσπισης περί αποζημίωσης κάποιων εκ των παραπονουμένων, ανέφερε ότι «η αποζημίωση δεν συνιστά λόγο άρσης του άδικου χαρακτήρα του αδικήματος».
Περνώντας στην εξέταση του εγειρόμενου ζητήματος, η κ. Παρπόττα, διαβάζοντας το σκεπτικό της απόφασης του δικαστηρίου, ανέφερε ότι για να αποφασιστεί προδικαστικά κατά πόσο η συνέχιση της υπόθεσης αποτελεί κατάχρηση, το πραγματικό υπόβαθρο πρέπει να είναι ξεκάθαρο και αδιαμφισβήτητο.
Επεσήμανε ότι στην προκειμένη περίπτωση δεν τέθηκε κοινό πλαίσιο παραδεκτών γεγονότων, ούτε ακούστηκε μαρτυρία και πως ό,τι υπάρχει ενώπιον του Δικαστηρίου δεν είναι επί κοινής βάσης, αλλά ισχυρισμοί που προέβαλε ο Κατηγορούμενος μέσω της συνηγόρου του. Προσέθεσε ότι ο κατηγορούμενος θα πρέπει να αποδείξει όχι μόνο ότι υπήρξε κατάχρηση της διαδικασίας, αλλά και ότι, συνεπεία αυτής, επηρεάζεται δυσμενώς.
«Διαπίστωσή μας είναι ότι οι δύο πρώτοι λόγοι, τους οποίους επικαλείται η Υπεράσπιση σχετίζονται μεταξύ τους. Η Υπεράσπιση, στην ουσία, προαποφαίνεται ότι οι μάρτυρες, που ο Κατηγορούμενος επιθυμεί να κλητεύσει για να καταθέσουν, θα συλληφθούν όταν έρθουν στην Κυπριακή Δημοκρατία, ενώ, παράλληλα, ενόψει της ισχυριζόμενης ανεπάρκειας του κτηματολογικού μητρώου, δεν θα μπορεί να παρουσιάσει τη σχετική επί του θέματος μαρτυρία, για τις επίδικες ακίνητες περιουσίες», σημείωσε.
Σχετικά με τον ισχυρισμό περί ανεπάρκειας των αποδεικτικών στοιχείων που αφορούν τους τίτλους ιδιοκτησίας της επίδικης ακίνητης περιουσίας, ανέφερε ότι πέραν του ότι η εισήγηση της υπεράσπισης δεν εδράζεται επί ξεκάθαρου και αδιαμφισβήτητου υποβάθρου γεγονότων, «λαμβάνοντας περαιτέρω υπόψη το γεγονός ότι, στο παρόν στάδιο, είναι άγνωστο στο Δικαστήριο πού η Κατηγορούσα Αρχή θα βασιστεί για να αποδείξει τους σχετικούς ισχυρισμούς της, δεν μπορεί ασφαλώς να γίνεται λόγος για παραβίαση της αρχής της ισότητας των όπλων, η οποία είναι κλάδος της αρχής της δίκαιης δίκης».
Σε σχέση με τα όσα τέθηκαν περί μη αντικειμενικής αξιολόγησης των ορθών εισαγγελικών κριτηρίων, πλημμελούς διερεύνησης και υποκίνησης, ουσιαστικά, των παραπονούμενων στην παρούσα υπόθεση, από την Αστυνομία για να προβούν σε καταγγελία, ανέφερε πως «το δικαστήριο σημειώνει ότι και πάλι ότι δεν έχει τεθεί οτιδήποτε απτό ενώπιόν του, το οποίο να δεικνύει τα όσα η Υπεράσπιση καταλογίζει στις Αστυνομικές Αρχές».
«Με τα δεδομένα, πάντα, που έχουμε ενώπιόν μας, στο στάδιο αυτό, κρίνουμε ότι οι τρεις πρώτοι λόγοι που προέβαλε η Υπεράσπιση αφορούν ζητήματα που μπορούν να εξεταστούν και να αποφασιστούν στο πλαίσιο της κυρίως δίκης και τούτο διότι απαιτείται να ακουστεί μαρτυρία και να εξαχθούν τελικά συμπεράσματα επί των υπό κρίση θεμάτων, για να υπάρξει, επί τούτου, ορθολογική, τελική κρίση. Επί του παρόντος, κρίνουμε ως πρώιμο το αίτημα να αποφασίσουμε περί παραβίασης του δικαιώματος δίκαιης δίκης που τέθηκε από πλευράς Κατηγορουμένου στη βάση των εν λόγω θέσεων που προέβαλε», σημείωσε ακολούθως.
Συμπλήρωσε σε σχέση με τους δύο τελευταίους λόγους που προέβαλε η υπεράσπιση ότι στην ουσία τίθεται, εκ νέου, ζήτημα δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου και κατ’ επέκταση του εφαρμοστέου δικαίου αναφορικά με οποιεσδήποτε πράξεις που διενεργούνται σε σχέση με ακίνητη περιουσία Ελληνοκυπρίων που βρίσκεται στο κατεχόμενο μέρος της Κύπρου, ζητήματα που, όπως είπε, αποτέλεσαν μέρος των επιχειρημάτων της Υπεράσπισης στα πλαίσια προηγούμενης προδικαστικής ένστασης που απορρίφθηκε, χωρίς να τίθενται νέα δεδομένα, με κρίση του δικαστηρίου να αποτελεί ότι «δεν μπορούν τα εν λόγω ζητήματα, να οδηγήσουν σε κρίση ότι η διαδικασία είναι καταχρηστική, ώστε να δικαιολογείται η αναστολή της».
«Για όλους τους πιο πάνω λόγους που προσπαθήσαμε να εξηγήσουμε, η προδικαστική ένσταση δεν μπορεί να επιτύχει και επομένως απορρίπτεται», κατέληξε η κ. Παρπόττα.
Εν συνεχεία, η πρόεδρος του δικαστηρίου απηύθυνε ερώτημα προς την υπεράσπιση κατά πόσο ο κατηγορούμενος είναι σε θέση να απαντήσει επί του κατηγορητηρίου, με τη συνήγορο Μαρία Νεοφύτου να απαντά πως ο κατηγορούμενος δεν ήταν έτοιμος, ζητώντας περισσότερο χρόνο για την προετοιμασία του.
Το αίτημα έγινε δεκτό από το δικαστήριο, το οποίο όρισε τη Δευτέρα 13 Ιανουαρίου 2025 και ώρα 10 π.μ. για σκοπούς απάντησης του κατηγορουμένου έναντι του κατηγορητηρίου.
Αναφορικά με την παράταση της κράτησης του κατηγορουμένου μέχρι την επόμενη δικάσιμο, η υπεράσπιση υπέβαλε ένσταση, προσκομίζοντας αποτελέσματα εργαστηριακών αναλύσεων του κατηγορουμένου και ιατρική έκθεση από γιατρό με έδρα του Ισραήλ, στην οποία γίνεται λόγος για «σοβαρή επιδείνωση της υγείας» του κατηγορουμένου, ο οποίος χρήζει «περαιτέρω εξειδικευμένων εξετάσεων» για να εκτιμηθεί ακριβέστερα η κατάστασή του, με την υπεράσπιση να ζητά την απελευθέρωση του κατηγορουμένου υπό όρους που θα υποδείξει το δικαστήριο.
Από την πλευρά του, ο κ. Αριστείδης ανέφερε ότι τα αποτελέσματα των παραπάνω αναλύσεων κοινοποιήθηκαν στον Γενικό Εισαγγελέα και μέσω αυτού στους ιατρικούς λειτουργούς των φυλακών, οι οποίοι, όπως σημείωσε, απάντησαν σήμερα πως «ο κατηγορούμενος χαίρει άκρας υγείας» και παρέδωσαν ιατρική έκθεση «εκ διαμέτρου αντίθετη» με αυτή του ιατρού από το Ισραήλ, ο οποίος εξάλλου, όπως σημειώνεται, «δεν εξέτασε τον κατηγορούμενο από κοντά».
Ο κ. Αριστείδης συμπλήρωσε πως η αρμόδια ιατρική λειτουργός είναι στη διάθεση της υπεράσπισης αν χρειαστεί για αντεξέταση.
Εκ μέρους της υπεράσπισης, η κ. Νεοφύτου είπε ότι δεν είναι σε θέση αυτή τη στιγμή να προβεί σε αντεξέταση, προσθέτοντας ότι θα ήταν χρήσιμο να επισκεφθεί ο ιατρός από το Ισραήλ τις φυλακές, ενδεχόμενο προς το οποίο δεν έφερε ένσταση η κατηγορούσα αρχή. Συμπλήρωσε ότι επί του παρόντος θα προωθήσει την ένσταση ως έχει.
Ύστερα από διαβούλευση, το δικαστήριο απέρριψε την ένσταση της υπεράσπισης, αποφασίζοντας την παράταση της κράτησης του κατηγορουμένου έως τις 13 Ιανουαρίου.
Πηγή: ΚΥΠΕ