newsare.net
Η πρόσφατη δημόσια παρέμβαση ομάδας Τουρκοκυπρίων πολιτικών, νομικών και ακαδημαϊκών, με την οποία απευθύνουν έκκληση προς την Κυπριακή ΔημΑπογραφή πληθυσμού στα κατεχόμενα και προσφυγή στη Χάγη:Προκλήσεις και παγίδες
Η πρόσφατη δημόσια παρέμβαση ομάδας Τουρκοκυπρίων πολιτικών, νομικών και ακαδημαϊκών, με την οποία απευθύνουν έκκληση προς την Κυπριακή Δημοκρατία να προχωρήσει σε καταγγελία της Τουρκίας στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης για τη συστηματική μεταφορά πληθυσμού στα κατεχόμενα, δεν αποτελεί μόνο μια φωνή αγωνίας. Αντιπροσωπεύει μια εσωτερική ρήξη στο ίδιο το κοινωνικό σώμα στα κατεχόμενα εδάφη της Κυπριακής Δημοκρατίας, μια αυθεντική μαρτυρία που φανερώνει την καταπίεση, την εθνοτική αντικατάσταση και την απώλεια της ταυτότητας που βιώνουν οι ίδιοι οι Τουρκοκύπριοι εξαιτίας της τουρκικής κατοχής και στρατηγικής. Το αίτημα αυτό αποκτά ακόμη μεγαλύτερη πολιτική και νομική σημασία εφόσον συνοδεύεται από την πρόταση προς τον Πρόεδρο Χριστοδουλίδη να ζητήσει, διά της θεσμικής οδού του ΟΗΕ, την πραγματοποίηση ανεξάρτητης απογραφής πληθυσμού στο βόρειο τμήμα της Κύπρου, κάτι που άν υλοποιηθεί μπορεί να επιφέρει ανατροπές και να καταδείξει τον βαθμό αλλοίωσης της δημογραφικής σύνθεσης που έχει επέλθει μετά την τουρκική εισβολή. Πράγματι, το πρόβλημα του εποικισμού δεν είναι μόνο εσωτερικό ζήτημα της κατοχής αλλά ζήτημα που προσβάλλει τις θεμελιώδεις αρχές του διεθνούς δικαίου και τις Συμβάσεις της Γενεύης. Η Τουρκία, ως δύναμη κατοχής, παραβιάζει εδώ και δεκαετίες το άρθρο 49 της Τέταρτης Συνθήκης της Γενεύης, το οποίο απαγορεύει ρητά στη δύναμη κατοχής να μεταφέρει ή να εγκαθιστά δικό της πληθυσμό σε κατεχόμενο έδαφος. Η παραβίαση αυτή δεν είναι απλώς νομική, αλλά έχει και σοβαρότατες πολιτικές και πολιτισμικές συνέπειες: μεταβάλλει τη σύνθεση του πληθυσμού, παραχαράσσει την ταυτότητα της περιοχής και υπονομεύει κάθε προοπτική δίκαιης λύσης, εφόσον δημιουργεί τετελεσμένα που η Τουρκία επικαλείται ως δήθεν πραγματικότητες που πρέπει να γίνουν αποδεκτές. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, η ιδέα προσφυγής στη Χάγη μπορεί να αποκτήσει πολιτική βαρύτητα ανεξαρτήτως της πιθανής άρνησης της Τουρκίας να αναγνωρίσει τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου. Η Κυπριακή Δημοκρατία θα μπορούσε να επιδιώξει, αν όχι διακρατική καταγγελία, τότε τουλάχιστον γνωμοδοτική διαδικασία ή ανάδειξη του ζητήματος μέσα από διεθνείς θεσμούς όπως το Συμβούλιο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ή το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, στη βάση ήδη τεκμηριωμένων αποφάσεων που αναγνωρίζουν το δικαίωμα επιστροφής των εκτοπισμένων και καταδικάζουν τον εποικισμό. Το κυριότερο, όμως, εργαλείο πίεσης στην παρούσα συγκυρία δεν είναι μόνο νομικής φύσης, αλλά και πολιτικής στρατηγικής: η διεξαγωγή ανεξάρτητης απογραφής πληθυσμού στα κατεχόμενα υπό την αιγίδα του ΟΗΕ θα μπορούσε να αποτελέσει ισχυρό τεκμήριο για τη μεθόδευση του εποικισμού και παγίωσης της κατοχής, καθώς και αδιάψευστη απόδειξη της τουρκικής πολιτικής αλλοίωσης της ταυτότητας της περιοχής. Ωστόσο, σ’ αυτό το σημείο αναδύεται και ένας μεγάλος κίνδυνος που πρέπει να αντιμετωπιστεί με στρατηγική διορατικότητα και πλήρη κατανόηση των συνεπειών. Το θεμελιώδες ερώτημα είναι κατά πόσο μια τέτοια απογραφή θα περιλάβει και τους νόμιμους κατοίκους των κατεχομένων, δηλαδή τους δεκάδες χιλιάδες Ελληνοκύπριους που εκτοπίστηκαν βίαια το 1974 και στους οποίους, επί 50 χρόνια, απαγορεύεται η επιστροφή. Αν η απογραφή περιοριστεί μόνο σε όσους σήμερα διαμένουν φυσικά στα κατεχόμενα –δηλαδή Τουρκοκύπριους, εποίκους, εργάτες και φοιτητές από την Τουρκία και τρίτες χώρες– τότε δεν καταγράφεται η πραγματική δημογραφική εικόνα, αλλά εδραιώνεται εμμέσως η κατοχική αλλοίωση. Το ενδεχόμενο να παρουσιάσει η Άγκυρα μια τέτοια απογραφή ως πιστοποίηση του «ντε φάκτο» πληθυσμού της υποτελούς σ’ αυτή “ΤΔΒΚ”, ώστε να ενισχύσει το αφήγημα της ξεχωριστής οντότητας με δικό της λαό, διοίκηση και κοινωνία, αποτελεί σοβαρό κίνδυνο που δεν πρέπει να υποτιμηθεί. Η Κυπριακή Δημοκρατία, εφόσον αποφασίσει να στηρίξει ή να προτείνει την απογραφή, οφείλει να θέσει σαφές πλαίσιο: πρώτον, ότι η απογραφή πρέπει να διεξαχθεί από ανεξάρτητο διεθνή μηχανισμό και όχι από τις αρχές του ψευδοκράτους· δεύτερον, ότι η απογραφή θα αφορά και τους νόμιμους εκτοπισμένους κατοίκους· τρίτον, ότι θα περιλαμβάνει διακριτές κατηγορίες πληθυσμού ώστε να καταστεί εμφανές ποιοι είναι οι γηγενείς και ποιοι οι μεταφερθέντες ή εγκατεστημένοι με ενέργειες και υποστήριξη από την Τουρκία· και τέταρτον, ότι θα δημοσιοποιηθούν τα στοιχεία ώστε να μπορεί να χρησιμοποιηθούν ως αποδεικτικό υλικό σε διεθνή βήματα. Μόνο μια τέτοια απογραφή μπορεί να αποκαλύψει τις πραγματικές διαστάσεις του εγκλήματος του εποικισμού και να καταδείξει ότι το πρόβλημα δεν είναι εσωτερική διαφορά κοινοτήτων, αλλά εξωτερική επιβολή μέσω αλλοίωσης του δημογραφικού χαρακτήρα και της κυριότητας. Η Τουρκία αναμένεται να αντιδράσει έντονα, επιχειρώντας να αποτρέψει κάθε διεθνή αποτύπωση της πληθυσμιακής πραγματικότητας. Θα προβάλει προσκόμματα, θα αμφισβητήσει την αρμοδιότητα του ΟΗΕ και του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης, θα πιέσει φιλικά προς αυτήν κράτη, όπως η Ρωσία, να ασκήσουν βέτο στο Συμβούλιο Ασφαλείας. Εντούτοις, ακόμη και η διαδικασία της πρότασης για απογραφή και η αποκάλυψη της τουρκικής αντίδρασης μπορούν να ενισχύσουν την Κυπριακή Δημοκρατία στο διπλωματικό πεδίο, αναδεικνύοντας την έλλειψη διαφάνειας του κατοχικού καθεστώτος και ενισχύοντας την επιχειρηματολογία της ελληνοκυπριακής πλευράς για το δικαίωμα επιστροφής, αποκατάστασης περιουσιών και πλήρους δημοκρατικής επανένωσης της χώρας. Η ίδια η πρόταση των Τουρκοκυπρίων για να κινηθεί η Κυπριακή Δημοκρατία σε αυτή την κατεύθυνση έχει ιστορική και πολιτική αξία. Αναδεικνύει την ύπαρξη κοινών ανησυχιών, δείχνει τη φθορά της τουρκικής ηγεμονίας στον βορρά και δημιουργεί μια πλατφόρμα συνεργασίας με Τουρκοκύπριους που αντιστέκονται στη μετατροπή της κοινότητάς τους σε μειοψηφία μέσα σε ένα πληθυσμιακό χάος. Η Κυπριακή Δημοκρατία οφείλει να αξιοποιήσει αυτές τις φωνές ως συμμαχίες, όχι μόνο για ηθικούς λόγους, αλλά και ως διπλωματικό όπλο. Η συνεργασία με Τουρκοκύπριους ενισχύει το αφήγημα της νομιμότητας, της συνύπαρξης και της κοινής πολιτικής βούλησης απέναντι στην τουρκική στρατιωτική και πληθυσμιακή επιβολή. Η Κυβέρνηση της Κυπριακής Δημοκρατίας, άν επιλέξει να κινηθεί προς την κατεύθυνση τόσο της νομικής καταγγελίας της Τουρκίας όσο και της πρότασης απογραφής, θα πρέπει να το πράξει με συντονισμό, προετοιμασία και διεθνή τεκμηρίωση. Να προηγηθεί επιστημονική χαρτογράφηση της δημογραφικής μεταβολής από το 1974 μέχρι σήμερα· να δημιουργηθεί αρχείο πληθυσμού που να περιλαμβάνει όλους τους εκτοπισμένους με βάση περιοχές, ιδιοκτησία και καταγωγή· να ενημερωθούν φιλικά κράτη, θεσμοί και διεθνείς οργανισμοί για τις νομικές και ανθρωπιστικές παραμέτρους του προβλήματος· και, κυρίως, να επικοινωνηθεί προς την κοινωνία των πολιτών και των δύο κοινοτήτων πως η απογραφή δεν είναι εργαλείο νομιμοποίησης της κατοχής, αλλά μέσο αποκάλυψής της. Όσο περισσότερο καθυστερεί μια τέτοια δράση, τόσο πιο δύσκολο θα είναι να αντιμετωπιστεί η αποδοχή των τετελεσμένων ως “νέα κανονικότητα”. Η παθητική στάση δεν είναι πλέον ουδέτερη: είναι αυτοϋπονόμευση. Η απογραφή, αν πραγματοποιηθεί με τους σωστούς όρους, μπορεί να αποτελέσει όπλο δικαιοσύνης και αλήθειας. Αν όμως επιτραπεί να γίνει υπό τουρκικούς όρους, χωρίς τη συμμετοχή ή καταγραφή των εκτοπισμένων, τότε θα αποτελεί ένα εργαλείο που απλώς θα επιβεβαιώνει την πολιτική του εποικισμού και θα συντηρεί το ψευδές αφήγημα περί διπλής κυριαρχίας στο νησί. Το ερώτημα, επομένως, δεν είναι αν πρέπει να γίνει απογραφή ή προσφυγή στη Χάγη, αλλά πώς και υπό ποιες προϋποθέσεις. Η απάντηση, για να είναι αποτελεσματική, δεν μπορεί να προκύψει από επικοινωνιακή διαχείριση ή συγκυριακή πίεση, αλλά από μια ολοκληρωμένη στρατηγική που θα στοχεύει στη διεθνή ανάδειξη του πυρήνα του Κυπριακού: της κατοχής, του εποικισμού και της παραβίασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ενός λαού που επιμένει να διεκδικεί την επιστροφή, τη δικαιοσύνη και την ενότητα. *Καθηγητής-Ανθρωπολόγος στο Philips University, πρώην Πρύτανης. Read more