newsare.net
Θα μπορούσαν να αποφευχθούν το πραξικόπημα και η τουρκική εισβολή, είπε στο ΚΥΠΕ ο Πέτρος Παπαπολυβίου, Αναπληρωτής καθηγητής Σύγχρονης ΕλληΠαπαπολυβίου: Θα μπορούσαν να αποφευχθούν πραξικόπημα και τουρκική εισβολή
Θα μπορούσαν να αποφευχθούν το πραξικόπημα και η τουρκική εισβολή, είπε στο ΚΥΠΕ ο Πέτρος Παπαπολυβίου, Αναπληρωτής καθηγητής Σύγχρονης Ελληνικής Ιστορίας, και Κοσμήτορας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστήμιο Κύπρου, αναφερόμενος στη στάση της χουντικής ηγεσίας στην Ελλάδα, στον βαθμό ετοιμότητας των αρχών της Κυπριακής Δημοκρατίας να αποτρέψουν το πραξικόπημα, αλλά και στο ότι ΗΠΑ και Ηνωμένο Βασίλειο όφειλαν να πράξουν πολύ περισσότερα. Ερωτηθείς από το ΚΥΠΕ κατά πόσον θα μπορούσαν να αποφευχθούν το πραξικόπημα και η εισβολή, ο κ. Παπαπολυβίου σημείωσε ότι «είναι καθολικώς αποδεκτό ότι οι δύο κύριες πτυχές της κυπριακής τραγωδίας του 1974, το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου και η τουρκική εισβολή του Ιουλίου - Αυγούστου είναι γεγονότα που αντιστρατεύονται το διεθνές δίκαιο και τα δημοκρατικά θέσμια και θα έπρεπε να μην είχαν γίνει ποτέ». «Τώρα, ως προς το καθαρά υποθετικό, δυστυχώς πλέον, ερώτημα εάν θα μπορούσαν να αποφευχθούν θεωρώ πως η απάντηση είναι σαφώς και για τα δύο καταφατική», πρόσθεσε. Ως προς το πραξικόπημα, ανέφερε, «αυτό θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί εάν, πρώτα-πρώτα, αυτοί που το σχεδίασαν, η χουντική ηγεσία στην Ελλάδα (Δ. Ιωαννίδης, Φ. Γκιζίκης, Γρ. Μπονάνος, Α. Ανδρουτσόπουλος) διέθεταν τη στοιχειώδη λογική και την ελάχιστη αίσθηση της πραγματικότητας και των ευθυνών τους απέναντι στον Ελληνισμό της Κύπρου και προς τον όρκο τους που καταπάτησαν βάναυσα, ώστε να αντιλαμβάνονταν το μέγεθος του εγκλήματος που διέταξαν αβασάνιστα να υλοποιηθεί το πρωινό της 15ης Ιουλίου 1974». Από εκεί και πέρα, πρόσθεσε, υπάρχει μια μεγάλη συζήτηση για την ετοιμότητα των αρχών της Κυπριακής Δημοκρατίας να αποτρέψουν το πραξικόπημα. «Πολλοί εκ των τότε συνεργατών του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου του καταλογίζουν μια σχετική διστακτικότητα στο να πάρει ριζικά μέτρα ώστε να αποφύγει τις πιθανότητες εκδήλωσης του πραξικοπήματος, συλλαμβάνοντας και απελαύνοντας, για παράδειγμα, τους εξ Ελλάδος αξιωματικούς των οποίων είχε ζητήσει τη μετάθεση από την Κύπρο μέχρι τις 20 Ιουλίου 1974 με τη γνωστή επιστολή του προς Γκιζίκη», είπε. Ο κ. Παπαπολυβίου σημείωσε ότι, μια τέτοια ενέργεια μπορεί σήμερα να φαίνεται απλή «και εκ των γεγονότων που ακολούθησαν απολύτως δικαιολογημένη, ωστόσο θα ήταν εξαιρετικά ακραία, ακόμη και για την ένταση των σχέσεων Αθηνών – Λευκωσίας όπως είχε κορυφωθεί το καλοκαίρι του 1974». «Κατά γενική ομολογία, πάντως, ενώ ο Μακάριος είχε καταγγείλει κατ’ επανάληψη το πού θα οδηγούσε η υπονόμευσή του από τη χούντα των συνταγματαρχών και η ένοπλη δράση της ΕΟΚΑ Β φαίνεται ότι πίστευε ότι η δικτατορία του Ιωαννίδη δεν θα προχωρούσε στην πραγματοποίηση πραξικοπήματος εναντίον του ή αν το αποτολμούσε αυτό δεν θα επιτύγχανε», ανέφερε. «Δυστυχώς πίστωνε στην ηγεσία της ιωαννιδικής χούντας λογική και στοιχειώδη πατριωτισμό που αποδείχθηκε ότι δεν διέθεταν», είπε, σημειώνοντας ότι «είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμη και οι αξιωματικοί που ανέλαβαν να υλοποιήσουν το πραξικόπημα στην Κύπρο (Γεωργίτσης και Κομπόκης) είχαν εκφράσει, λίγες ημέρες πριν τις 15 Ιουλίου, τις ανησυχίες τους προς την Αθήνα για την τουρκική στάση και πιθανή αντίδραση». Ωστόσο, ανέφερε ο κ. Παπαπολυβίου, ο στρατηγός Μπονάνος, αρχηγός των Ενόπλων Δυνάμεων από τον Νοέμβριο του 1973, τους διαβεβαίωσε ότι δεν υπήρχε κανένας κίνδυνος και τους διέταξε να προχωρήσουν στην εκτέλεση του πραξικοπήματος. Ως προς την τουρκική εισβολή, όπως ανέφερε ο κ. Παπαπολυβίου, «όποιος συζητήσει με τους αξιωματικούς, τους στρατιώτες και όσους άλλους πολέμησαν υπερασπιζόμενοι την ακεραιότητα της Κυπριακής Δημοκρατίας τον Ιούλιο – Αύγουστο 1974 εναντίον της ξένης στρατιωτικής επίθεσης, αποκομίζει την πεποίθησή τους ‘ότι ήταν όλα προδομένα’». «Αυτή η πεποίθηση αντικατοπτρίζει και συγκεφαλαιώνει όλες τις εμπειρίες και τα βιώματά τους από τη στάση και την αντιμετώπιση της ηγεσίας του Γενικού Επιτελείου Εθνικής Φρουράς (ΓΕΕΦ) τις παραμονές και κατά τις πρώτες ώρες της τουρκικής εισβολής», πρόσθεσε. Σημείωσε ότι τα «σχέδια αμύνης» εγκαταλείφθηκαν και δεν ακολουθήθηκαν, ενώ, «από την Αθήνα οι εντολές που λαμβάνονταν τις κρίσιμες πρώτες ώρες ήταν «αυτοσυγκράτησις», η βοήθεια που προβλεπόταν από την Ελλάδα, σε υποβρύχια και αεροπλάνα δεν ήρθε ποτέ, ο φυσικός ηγήτορας του ΓΕΕΦ, στρατηγός Ντενίσης, δεν βρισκόταν στη θέση του καθώς είχε κληθεί παρελκυστικά στην Αθήνα από τις παραμονές του πραξικοπήματος». Επιπρόσθετα, ανέφερε ότι «ο νόμιμος πρόεδρος της Δημοκρατίας είχε ανατραπεί από τις 15 Ιουλίου, πολλά από τα τάγματα της Εθνικής Φρουράς είχαν καταπονηθεί, μέχρι και το βράδυ της 19ης Ιουλίου 1974, στην καταδίωξη και εκμηδένιση των αντιφρονούντων και καταγράφηκαν εικόνες χάους και διάλυσης σε πολλά σημεία του μετώπου, αποτέλεσμα και της σύγχυσης που επικρατούσε στην αποδειχθείσα παντελώς ανίκανη πραξικοπηματική ηγεσία του ΓΕΕΦ». «Εάν δεν συνέβαιναν όλα αυτά, ναι, προφανώς η τουρκική εισβολή θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί και να συντριβεί, καθώς ο αμυνόμενος, όταν είναι προετοιμασμένος και οχυρωμένος σωστά, διαθέτει το πλεονέκτημα εις βάρος του επιχειρούντος την εχθρική απόβαση», ανέφερε ο κ. Παπαπολυβίου. Αναφέρθηκε σε ακόμη μία παράμετρο και συγκεκριμένα ότι, σύμφωνα με τους αξιωματικούς της Ελληνικής Πολεμικής Αεροπορίας «οι οποίοι ανέμεναν μάταια την τελική διαταγή για την αποστολή τους στην Κύπρο από την Κρήτη, στις 22 Ιουλίου 1974, για να συντρίψουν το τουρκικό προγεφύρωμα έξω από την Κερύνεια, η έλευσή τους στο νησί με τα Φάντομ θα ανέτρεπε ολοκληρωτικά τα όσα είχαν πετύχει μέχρι τότε οι εισβολείς». Ωστόσο, τα ελληνικά πολεμικά αεροσκάφη δεν διατάχθηκαν ποτέ να απογειωθούν για την Κύπρο, σημείωσε. Καταλήγοντας, ο κ. Παπαπολυβίου επεσήμαινε ότι δεν θα πρέπει να λησμονούμε και κάτι άλλο, «σε αυτή την πολύ συνοπτική σταχυολόγηση», ότι, τόσο η πρώτη «αλλά ακόμη περισσότερο η δεύτερη φάση της τουρκικής εισβολής και τα επακόλουθά τους, εδώ και πενήντα ένα χρόνια, καταρρίπτουν ως εντελώς ανυπόστατους και αδικαιολόγητους τους τουρκικούς ισχυρισμούς ότι η εισβολή έγινε, δήθεν, για «την αποκατάσταση της συνταγματικής τάξης» στην Κύπρο». Και από αυτή την άποψη, σημειώνει, τόσο η «διεθνής κοινότητα» όσο κυρίως οι Μεγάλες Δυνάμεις, οι ΗΠΑ που ενδιαφέρονταν να μη ξεσπάσει ελληνοτουρκικός πόλεμος και η Βρετανία, εγγυήτρια από το 1960 της κυπριακής ανεξαρτησίας, όφειλαν να πράξουν πολύ περισσότερα από όσα δεν έπραξαν για την αποτροπή τόσο του πραξικοπήματος όσο και της τουρκικής εισβολής. Πηγή: ΚΥΠΕ Read more