Όταν η Τέχνη δοκιμάζει τα όρια της Ελευθερίας της Έκφρασης
Η ακύρωση της έκθεσης έργων του Γιώργου Γαβριήλ στην Πάφο πυροδότησε έντονη δημόσια αντιπαράθεση η οποία παρουσιάστηκε ως σύγκρουση μεταξύ τέχνης και «συντηρητισμού». Το ζήτημα όμως δεν είναι μόνο αισθητικό και ιδεολογικό αλλά αφορά και τη νομική υπόσταση του ζητήματος. Δηλαδή το πού τοποθετούνται τα όρια της ελευθερίας της έκφρασης σε μια δημοκρατική κοινωνία και πότε η επίκλησή της μετατρέπεται σε κατάχρηση.
Το Άρθρο 10 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου κατοχυρώνει την ελευθερία της έκφρασης, περιλαμβάνοντας την ελευθερία γνώμης και τη λήψη ή μετάδοση πληροφοριών και ιδεών χωρίς παρέμβαση δημόσιων αρχών. Όμως η ίδια διάταξη, στη δεύτερη παράγραφό της, διατυπώνει με απόλυτη σαφήνεια ότι η άσκηση της ελευθερίας αυτής συνεπάγεται με καθήκοντα, ευθύνες και μπορεί να υπαχθεί σε περιορισμούς και κυρώσεις που προβλέπονται από τον νόμο, όταν αυτοί είναι αναγκαίοι σε μια δημοκρατική κοινωνία για την προστασία, μεταξύ άλλων, της δημόσιας τάξης, της ηθικής και των δικαιωμάτων τρίτων. Η Σύμβαση, επομένως, δεν κατοχυρώνει μια ανεξέλεγκτη ελευθερία έκφρασης, αλλά ένα δικαίωμα που προϋποθέτει υπευθυνότητα.
Η Νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου είναι απολύτως ξεκάθαρη ως προς το ζήτημα αυτό. Στην υπόθεση Otto-Preminger-Institut v. Austria (1994), το Δικαστήριο έκρινε ότι η κατάσχεση και απαγόρευση έργου που παρουσίαζε ιερές χριστιανικές μορφές με απαξιωτικό και σεξουαλικά φορτισμένο τρόπο δεν παραβίασε το Άρθρο 10, αναγνωρίζοντας ότι τα κράτη έχουν περιθώριο εκτίμησης για τη διαφύλαξη της θρησκευτικής ειρήνης. Το ΕΔΔΑ υπογράμμισε ότι η συγκεκριμένη έκφραση δεν αποσκοπούσε σε διάλογο, αλλά σε προσβολή των θρησκευτικών συναισθημάτων.
Στην υπόθεση Wingrove v. United Kingdom (1996), το Δικαστήριο έκρινε ότι η σεξουαλικοποίηση θρησκευτικών συμβόλων δεν συνιστά αυτομάτως προστατευόμενη καλλιτεχνική έκφραση. Η προστασία της ηθικής και των δικαιωμάτων των πιστών κρίθηκε θεμιτός λόγος περιορισμού, χωρίς να παραβιάζεται η Σύμβαση. Αντίστοιχα, στην υπόθεση E.S. v. Austria (2018), το ΕΔΔΑ αποδέχθηκε την επιβολή κύρωσης για προσβλητικές δηλώσεις σε βάρος θρησκευτικού προσώπου, τονίζοντας ότι η ελευθερία της έκφρασης δεν καλύπτει επιθέσεις που δεν υπηρετούν καμία κοινωνική ανάγκη και αποσκοπούν απλώς στην πρόκληση αγανάκτησης.
Η νομολογία εν κατακλείδι οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η Σύμβαση δεν προστατεύει την άσεμνη προσβολή του ιερού. Η τέχνη προστατεύεται όταν συμβάλλει στον δημόσιο διάλογο ή στον στοχασμό, όχι όταν επιλέγει συνειδητά την απαξίωση θρησκευτικών συμβόλων ως μέσο πρόκλησης.
Ιδιαίτερη σημασία έχει το γεγονός ότι ο δημιουργός είναι καθηγητής και εκπαιδευτικός, με θεσμικό ρόλο στη διαμόρφωση κρίσης και αξιών. Η επανάληψη παρόμοιων έργων στο παρελθόν, τα οποία είχαν επίσης προκαλέσει κοινωνικές αντιδράσεις, δεν μπορεί να αγνοηθεί νομικά. Δεν πρόκειται δηλαδή για μεμονωμένο καλλιτεχνικό πείραμα, αλλά για σταθερή επιλογή έκφρασης μέσω της πρόκλησης, γεγονός που αποδυναμώνει τον ισχυρισμό περί υπερβολικής ή αδικαιολόγητης κοινωνικής αντίδρασης.
Με βάση τα πραγματικά περιστατικά άλλα και την Νομοθεσία, είναι θεσμικά αυτονόητο ότι η Νομική Υπηρεσία της Δημοκρατίας οφείλει να εξετάσει αυτεπαγγέλτως κατά πόσο τα συγκεκριμένα γεγονότα εγείρουν ζητήματα ποινικών αδικημάτων. Η εξέταση αυτή δεν συνιστά φίμωση της τέχνης, αλλά εφαρμογή του νομικού πλαισίου που ρυθμίζει την ελευθερία της έκφρασης και τις ευθύνες που τη συνοδεύουν.
Κύριε Γαβριήλ, αν η ίδια αισθητική προσέγγιση απεικόνιζε πρόσωπα του άμεσου οικογενειακού σας περιβάλλοντος με τον ίδιο τρόπο, θα μιλούσατε για απλή «τέχνη» ή για απαξίωση της αξιοπρέπειας; Θα θεωρούσατε άραγε θεμιτό να εκτεθεί δημοσίως μια τέτοια απεικόνιση στο όνομα της ελευθερίας της έκφρασης ή θα αναγνωρίζατε ότι υπάρχουν όρια, τα οποία το δίκαιο θέτει ακριβώς για να προστατεύει τον άνθρωπο από τον εξευτελισμό;
Επίσης, αν θεωρείτε ότι η κοινωνία της Κύπρου αντέδρασε υπερβολικά, αξίζει να τεθεί ένα ακόμη αντικειμενικό ερώτημα. Θα κάνατε την ίδια επιλογή, με το ίδιο περιεχόμενο και την ίδια εικαστική γλώσσα, σε μια κοινωνία όπου τα θρησκευτικά σύμβολα προστατεύονται με αυστηρότερο τρόπο και η κοινωνική ανοχή είναι σαφώς μικρότερη; Αν η απάντηση είναι αρνητική, τότε το ζήτημα δεν αφορά την ελευθερία της τέχνης, αλλά την επιλεκτική άσκησή της εκεί όπου ο δημιουργός γνωρίζει ότι το δίκαιο και η κοινωνία θα επιδείξουν μεγαλύτερη ανοχή.
Η ελευθερία της έκφρασης, όπως την αντιλαμβάνεται το Ευρωπαϊκό Δίκαιο, δεν μετριέται από το πόσο μακριά μπορεί να φτάσει κανείς χωρίς συνέπειες, αλλά από τον σεβασμό των ορίων που διασφαλίζουν τη συνοχή και την αξιοπρέπεια της κοινωνίας.
Η ελευθερία της έκφρασης είναι δικαίωμα, όχι ασυλία. Όταν η έκφραση παύει να σέβεται τα δικαιώματα κάποιου άλλου, το δίκαιο καλείται να θυμίσει ότι η ελευθερία και η ευθύνη πορεύονται μαζί και όχι ξεχωριστά ούτε κατά το δοκούν.